θανατικόν

θανατικόν
θανατικός
deadly
masc acc sg
θανατικός
deadly
neut nom/voc/acc sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • Ρόδος — Νησί της Δωδεκανήσου, το μεγαλύτερο του συμπλέγματος και το τέταρτο της Ελλάδας μετά την Κρήτη, την Εύβοια και τη Λέσβο) με έκταση 1.398 τ. χλμ. Μαζί με τα νησιά Τήλο, Σύμη, Χάλκη και Μεγίστη (Καστελόριζο) αποτελεί την πρώην επαρχία Ρόδου. Ρόδος… …   Dictionary of Greek

  • κνιπία — κνιπία, ἡ (Μ) έλλειψη τροφίμων, λιμός («ἐγένετο δὲ ἐν τῷ χρόνω τούτῳ θανατικόν καὶ κνιπία παντὸς εἴδους», Θεοφάν.). [ΕΤΥΜΟΛ. Συνδέεται πιθ. με το κνιπός*] …   Dictionary of Greek

  • Γεωργιλάς, Εμμανουήλ — (15oς αι.). Στιχουργός από τη Ρόδο, γνωστός και με το παρωνύμιο Λιμενίτης. Το επώνυμο Γ. είναι γνωστό και από την Κρήτη, με την οποία η Ρόδος είχε τότε συχνή επικοινωνία. Το παρωνύμιό του έχει άμεση σχέση με τη συνοικία Λιμένι της Ρόδου, απ’ όπου …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”